- οἰκιστήρ
- οἰκ-ιστήρ, ῆρος, ὁ, poet. for οἰκιστής, Pi.O. 7.30, al., Orac. ap. Hdt.4.155, Call.Ap.67, Abh.Berl.Akad.1925(5).21 ([place name] Cyrene) ; cf. οἰκητήρ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω … Dictionary of Greek
οἰκιστήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῆρα — οἰκιστήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῆρας — οἰκιστήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῆρι — οἰκιστήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῆρος — οἰκιστήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)